ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΥΤΗΣ
κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟ
ΣΤΟ “ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ”
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΙΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2001
Κατ’ ἀρχὴν θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὶς πιὸ θερμὲς εὐχαριστίες μου πρὸς τὴν κυρία Νάσα Παταπίου, διευθύντρια τοῦ ἐδῶ ἱδρύματος “Σπίτι τῆς Κύπρου”, γιὰ τὴν εὐγενικὴ χειρονομία της νὰ μᾶς καλέσῃ νὰ παρουσιάσουμε τὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου καὶ τὸ ἔργο του. Τὴν εὐχαριστῶ ἐπίσης γιὰ ὅλα ὅσα ἔκανε γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς σημερινῆς ἐκδήλωσης, ποὺ μὲ δική της πρωτοβουλία ὀργανώνεται, καὶ ἐκ βάθους καρδίας τὴ συγχαίρουμε, γιατὶ μὲ τὴν οὐσιαστικὴ παρουσία της νοηματίζει τὸ “Σπίτι τῆς Κύπρου”, ἔτσι ὥστε καὶ τὸ Σπίτι τὸ ἴδιο νὰ νοηματίζῃ τὸν χῶρον, ὅπου λειτουργεῖ, αἰσθητοποιῶντας τὴν παρουσία τῆς Κύπρου ἐδῶ, στὴν καρδιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Εὐχαριστῶ ἐπίσης τὸν Ἐξοχώτατο Πρέσβυ μας κ. Χριστόδουλο Πασιαρδῆ γιὰ τὴν τόσο φιλικὴ προσφώνησή του. Τέλος εὐχαριστῶ καὶ ὅλους ἐσᾶς, ποὺ ἀποδεχθήκατε τὴν πρόσκληση, καὶ μᾶς τιμᾶτε μὲ τὴν παρουσία σας.
Κυρίες καὶ Κύριοι,
Τὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σοβαρὰ καὶ γόνιμα ἱδρύματα τῆς Κύπρου, ποὺ στὰ λίγα χρόνια τῆς ὑπάρξεως καὶ λειτουργίας του ἐπιβλήθηκε μὲ τὴν ποιότητα τῆς προσφορᾶς του, ἐργάζεται συνειδητά, μὲ μεθοδικότητα καὶ ὑπευθυνότητα, γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ προαγωγὴ τοῦ κυπριακοῦ λαοῦ. Τὸ θαλερὸν αὐτὸ φυτώριο νέων ὁραματισμῶν καὶ ἐξορμήσεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, μὲ τὶς συνεχεῖς ἔρευνες καὶ ἐκδόσεις του, μὲ τὸ θετικὸ πολιτιστικό του ἔργο καὶ μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ μελέτη τῆς κυπριακῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, συντελεῖ στὴν ἀναβάθμιση τοῦ ἐπιπέδου τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴν Κύπρο, στὸν σοβαρὸ ἐμπλουτισμὸ τῶν πηγῶν τῆς κυπριακῆς Ἱστορίας, στὴ διατήρηση τῆς πνευματικῆς φυσιογνωμίας καὶ ταυτότητας τοῦ κυπριακοῦ ἑλληνισμοῦ, καὶ στὴν ἀφύπνιση τῆς πολιτιστικῆς του αὐτοσυνειδησίας. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς φάρος τῆς κατὰ τὴν Κύπρο παλαίφατης καὶ ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, προβάλλοντας τὶς ἠθικές, πνευματικὲς καὶ πολιτιστικὲς ἀξίες καὶ ἐργαζόμενος θετικὰ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν ἑλληνορθοδόξων ἰδανικῶν, καταδεικνύει ὅτι ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κύκκου καὶ σήμερα εἶναι φωτοβόλος ἑστία τῆς Ὀρθοδόξου Ἀληθείας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, καὶ ὁ δέκτης τῆς ἀγωνίας καὶ τῶν ἐλπίδων, τῆς θλίψεως καὶ τῆς χαρᾶς τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου, γιατὶ σήμερα, ποὺ ἡ ἐθνική, πνευματικὴ καὶ θρησκευτικὴ ὑπόστασή μας διατρέχει τὸν μεγαλύτερο ἴσως κίνδυνο στὴν Ἱστορία μας, στὶς ἀξίες αὐτὲς καὶ στὰ ἰδανικὰ αὐτὰ πρέπει νὰ στηριχθοῦμε γιὰ φυσικὴ καὶ ἐθνικὴ ἐπιβίωση.
Στὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου λειτουργοῦν τὰ ἑξῆς Κέντρα: Τὸ Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, τὸ Κέντρο Θησαυροῦ Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς καὶ τὸ Κέντρο Συντηρήσεως χειρογράφων, παλαιτύπων, εἰκόνων, ξυλογλύπτων καὶ ἀμφίων, ἀλλὰ καὶ συντηρήσεως, ἀναπαλαιώσεως καὶ ἀναστηλώσεως ἀρχαίων μνημείων καὶ ἀρχαίων ἐρειπίων, ποὺ βρίσκονται στὴ δικαιοδοσία τῆς Μονῆς.
Τὸ Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1986, εἶναι κέντρο ἔρευνας. Βασικὸς σκοπός του εἶναι ἡ ἔρευνα στὸν χῶρο τῆς ἐπιστήμης μὲ πρωταρχικὸ ἐνδιαφέρον στὴν προβολὴ τῆς Ἱστορίας τῆς Μονῆς. Καταβάλλεται προσπάθεια συστηματικῆς διερεύνησης τῶν ἱστορικῶν πηγῶν καὶ παρουσιάσεως τῆς Ἱστορίας τῆς Μονῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ὡλοκληρωμένης. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἔρευνα αὐτὴ ἔρχονται καθημερινὰ στὸ φῶς ἄγνωστες μέχρι σήμερα πτυχὲς τῆς ὑπερεννεακοσιετοῦς ζωῆς καὶ δράσης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ποὺ καταδεικνύουν τὴν τεράστια προσφορά της στὴ θρησκευτική, ἐθνική, πνευματική, κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωὴ καὶ δράση τῆς Κύπρου.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προβολὴ τῆς Ἱστορίας τῆς Μονῆς, τὸ Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου ἔχει ὡς ἐπίκεντρο τῶν ἐνασχο-λήσεών του τὴν καλλιέργεια καὶ διάδοση τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἔχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα πέραν τῶν σαράντα αὐτοτελῶν ἐκδόσεων, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν κυπριακὴ Μοναστηριολογία, τὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία, τὴ βυζαντινὴ τέχνη καὶ μουσικολογία. Ἐκφραστικὸ ὄργανο τοῦ Κέντρου αὐτοῦ εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα του, ποὺ περιλαμβάνει ἐργασίες, ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἱστορία τῆς κυπριακῆς ἐκπαίδευσης, τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τὴν κωδικο-λογία, παλαιογραφία καὶ διάφορα ἄλλα θέματα.
Τὸ Κέντρο αὐτό, μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς ἔρευνες καὶ ἐκδόσεις του, γονιμοποιεῖ, θὰ ἔλεγα, τὴν πνευματικὴ ἀνθοφορία τοῦ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος. Οἱ σαράντα καὶ πλέον ἐκδόσεις του, ποὺ συμπεριλαμβάνονται σ’ αὐτές, ποὺ ἐκτίθενται σήμερα στὸ Ἵδρυμα αὐτό, πιστοποιοῦν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, γιατὶ εἶναι ἐκδόσεις πνευματικὰ καὶ ἐθνικὰ βαρυσήμαντες. Στὶς γραμμές τους βρίσκεται στοιβαγμένη Ἱστορία, εἶναι ἔργα, ποὺ ἐνισχύουν τὴν ἱστορικὴ γνώση, καὶ ὁπλίζουν τοὺς ἐπιστήμονες μὲ νέα στοιχεῖα καὶ πληροφορίες, ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ἱστορία τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Ἱστορία τῆς Κύπρου γενικώτερα. Οἱ ἐκδόσεις αὐτὲς εἶναι μιὰ προσφορὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Κύπρου, εἶναι ἐκδόσεις πολυσήμαντες, ποὺ ἀποτελοῦν σπουδαιότατη αὐθεντικὴ καὶ πρωτότυπη πηγὴ καὶ ἀφετηρία γιὰ τοὺς ἱστορικοὺς τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Τὰ πολύτομα Ὀθωμανικὰ καὶ Ἑλληνικὰ Δικαιοπρακτικὰ Ἔγγραφα, παραδείγματος χάριν, ἀπὸ τὴν ἀρχειακὴ συλλογὴ τῆς Μονῆς, τὰ Ἔγγραφα τοῦ Ἀγγλικοῦ Ἀρχείου, οἱ ἐπιστημονικές του Ἐπετηρίδες καὶ πολλὲς ἄλλες ἐκδόσεις του, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν τώρα, εἶναι ἔργα βαρυσήμαντα, ποὺ κατοπτρίζουν τὴν ἐπιστημονικὴ δραστηριότητα τῶν φιλοτίμως ἐργαζομένων ἐρευνητῶν τοῦ Κέντρου καὶ μελῶν τοῦ Διοικητικοῦ του Συμβουλίου· εἶναι ἐκδόσεις, ποὺ συνιστοῦν ἕνα ὀρυχεῖο πληροφοριῶν, ποὺ μᾶς βοηθοῦν νὰ ἰχνηλατήσουμε τὸ παρελθόν, καὶ κυρίως τὴν κρίσιμη περίοδο τῆς τουρκοκρατίας καὶ τὴν ἀνήσυχη περίοδο τῆς ἀγγλοκρατίας, ποὺ μᾶς μεταφέρουν μέσα στὸν χρόνο, καὶ μᾶς προσφέρουν πλῆθος πληροφορίες, ἱστορικές, ἐθνικές, νομικές, οἰκονομικές, φιλολογικές, θεολογικὲς καὶ κοινωνικές, ἔτσι πού, ὄχι μόνο ὁ ἱστορικός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐθνολόγος, καὶ ὁ νομικός, καὶ ὁ οἰκονομολόγος, καὶ ὁ γλωσσολόγος, καὶ ὁ θεολόγος καὶ ὁ κοινωνιο-λόγος ἔχουν νὰ ἀντλήσουν πολλὰ ἀπὸ τὰ μνημειώδη αὐτὰ ἔργα.
Τὸ Κέντρο Θησαυροῦ Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς ἱδρύθηκε τὸ 1993, καὶ ἔχει ὡς κύριο στόχο του τὴ συλλογή, συντήρηση καὶ διαφύλαξη τῶν γραπτῶν μνημείων τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας στὴν Κύπρο ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα καὶ τὴ δημιουργία, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἠλεκτρονικῆς λεξικογραφίας, τοῦ Θησαυροῦ τῆς Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας. Τὸ περιεχόμενο, δηλαδή, τοῦ Θησαυροῦ Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς, ὅταν ὁλοκληρωθῇ, θὰ εἶναι ὅλα τὰ γραπτὰ κείμενα τῆς κυπριακῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ γραμματείας ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα, μεσαιωνικὰ καὶ νεώτερα χρόνια, θὰ εἶναι, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Πρυτάνεως τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, μιὰ διαχρονική, ἠλεκτρονικὴ τράπεζα τῶν γλωσσικῶν δεδομένων τῆς κυπριακῆς Ἑλληνικῆς, γραπτῆς καὶ προφορικῆς, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ἀπὸ τὸν Θησαυρὸ Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς θὰ ἀντλοῦνται ἀπὸ τοὺς μελετητὲς ὑλικὸ καὶ πληροφορίες γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ μελέτη τῆς κυπριακῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα θέματα.
Ἤδη ὁ Θησαυρὸς συντάσσεται καὶ ὅταν ὁλοκληρωθῇ θὰ ἐνταχθῇ στὸν καθολικὸ Θησαυρὸ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας. Ἀπὸ αὐτὸν θὰ ἀποῤῥεύσῃ καὶ τὸ διαχρονικὸ λεξικὸ τῆς Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς, τῶν τοπωνυμίων καὶ τῶν ὀνομάτων, ποὺ θὰ παρέχῃ πολύτιμες πληροφορίες γιὰ γλωσσικὰ καὶ φιλολογικὰ θέματα κ.ἄ.
Ὅπως βλέπουμε, λοιπόν, σήμερα, ποὺ ἡ γλῶσσά μας, ἡ πανάρχαια τῶν Ἑλλήνων γλῶσσα, μιὰ γλῶσσα μὲ ἀδιάσπαστη ἱστορικὴ συνέχεια τεσσάρων χιλιάδων χρόνων, μιὰ γλῶσσα, στὴν ὁποία ἐκφράστηκαν οἱ σημαντικώτερες νοητικὲς συλλήψεις τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἀπειλεῖται θανάσιμα ἀπὸ τὴν πολιορκία, ποὺ δέχεται ἀπὸ τὶς ἰσχυρὲς γλῶσσες τοῦ αἰώνα μας, ὄχι μόνο στὴν Κύπρο, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ στὸν μητροπολιτικὸ χῶρο, τὸ Κέντρο αὐτό, ἀναμοχλεύοντας τὸν γλωσσικὸ θησαυρὸ τοῦ παρελθόντος μας, μᾶς βοηθεῖ νὰ πάρουμε ξανὰ τὰ νήματα, ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὴ γλωσσική μας μνήμη, χωρὶς τὰ ὁποῖα στεκόμαστε μετέωροι, γλωσσικὰ πένητες, ἀδύναμοι νὰ ἐκφράσουμε τὴν οὐσία τῆς ὑπαρξιακῆς μας ταυτότητας, γιατί, ὅπως πολὺ σωστὰ λέχθηκε, ἡ γλῶσσα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας, ἡ γλῶσσα εἶναι ἡ μορφοπλαστικὴ συνείδηση τῆς ζωῆς μας, ἡ ἀναπνοὴ τοῦ πνεύματός μας.
Τὸ Κέντρο Συντηρήσεως χειρογράφων, παλαιτύπων, εἰκόνων, ξυλογλύπτων, ἀμφίων καὶ συντηρήσεως, ἀναπαλαιώσεως, καὶ ἀναστηλώσεως ἀρχαίων μνημείων καὶ ἀρχαίων ἐρειπίων, ποὺ ἀποτελεῖ τμῆμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Μουσείου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ἱδρύθηκε τὸ 1994, καὶ εἶναι ἕνα σύγχρονο ἐργαστήριο, μὲ ὑπερσύγχρονο τεχνικὸ ἐξοπλισμὸ καὶ ἄρτια ἐκπαιδευμένο προσωπικό, ποὺ στεγάζεται σὲ νεόδμητο κτήριο στὸν χῶρο τοῦ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος τῆς Μονῆς. Στόχος τοῦ Κέντρου αὐτοῦ εἶναι ἡ διάσωση τῆς ἀνεκτίμητης πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς. Σήμερα, σὲ ὥρα δυσχερεστάτη, σὲ ὥρα, ποὺ ὁ κυπριακὸς ἑλληνισμὸς ὑφίσταται τὴν ὀδύνη τῆς ἀπώλειας τῆς πολιτιστικῆς του κληρονομιᾶς ἀπὸ τὴ συνεχιζόμενη τουρκικὴ λεηλασία στὰ κατεχό-μενα ἐδάφη τῆς πατρίδας του, τὸ Κέντρο αὐτὸ ἐργάζεται ἀθόρυβα, ἀλλὰ οὐσιαστικά, γιὰ τὴ συντήρηση καὶ διάσωση καλλιτεχνικῶν θησαυρῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ λαϊκῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ συντήρηση καὶ διάσωση ἀρχαίων μνημείων, ποὺ βρίσκονται στὴ δικαιοδοσία τῆς Μονῆς, καὶ τὰ κειμήλια αὐτὰ καὶ τὰ μνημεῖα συμβολίζουν τὴν πολιτιστικὴ κληρονομιά μας, τὴν παράδοση καὶ τὴν Ἱστορία μας, τὴ συνείδηση τοῦ πολιτισμοῦ μας, τὴ συνείδηση τῆς φυλῆς μας.
Κυρίες καὶ Κύριοι,
Τὸ ἔργο, ποὺ γίνεται στὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ὅπως ἤδη θὰ ἀντιληφθήκατε, δὲν εἶναι μόνο θεωρητικό, δὲν εἶναι μόνο ἔρευνα μὲ σκοπὸ τὴν ἔρευνα, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἄλλη σημασία, ἐθνικὴ καὶ πρακτική. Ὅπως ἐλέχθη, τὰ γνωσιολογικὰ πεδία, ποὺ καλλιεργοῦνται στὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα, ἀναφέρονται στὶς λεγόμενες ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ στὴν Ἱστορία, στὴ Γλωσσολογία καὶ στὴν Ἀρχαιολογία. Ἡ Ἱστορία ὅμως, ἡ Γλῶσσα καὶ ἡ Ἀρχαιολογία εἶναι πολύτιμα ἐχέγγυα γιὰ τὸν κυπριακὸ ἑλληνισμό, ποὺ ἀγωνίζεται σήμερα γιὰ φυσικὴ καὶ ἐθνικὴ ἐπιβίωση.
Ἡ ἱστορικὴ μνήμη, ἡ μνήμη τοῦ παρελθόντος, εἶναι ἀπαραίτητο καὶ ζωτικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἀτόμου καὶ τοῦ ἔθνους. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀνεξαρτητοποιήσουμε τὸ παρὸν ἀπὸ τὸ παρελθόν, καὶ νὰ χειραγωγήσουμε τὸν ἄνθρωπο σοφιστικὰ πρὸς τὸ μέλλον. Δὲν μπορεῖ ἕνας λαός, ἕνα ἔθνος, νὰ προχωρήσῃ ἀκίνδυνα πρὸς τὸ μέλλον, ἂν κόψῃ τὸν ὀμφάλιο λῶρο μὲ τὸ παρελθόν. Ἡ Ἱστορία τροφοδοτεῖ μὲ διδάγματα τὴ δημιουργία προοπτικῆς γιὰ τὸ μέλλον, ἡ ὁποία προοπτικὴ οἰκοδομεῖται στὸ παρόν. Τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας, κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, εἶναι ἡ ἄντληση ἐμπειριῶν ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ παρελθόντος μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν αὐτογνωσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων γιὰ τὴ ζωή.
Ἡ Ἱστορία, λοιπόν, συμβάλλει στὴν ἐθνικὴ αὐτογνωσία, ἐνδυναμώνει τὴν ἱστορικὴ συνείδηση καὶ ἀναπτύσσει τὸ ἐθνικὸ φρόνημα, γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ μελετοῦμε τὴν Ἱστορία μας, νὰ σκάβουμε μέσα στὴν Ἱστορία μας, γιὰ νὰ βροῦμε τὶς ῥίζες μας, καὶ νὰ συνδεθοῦμε μὲ αὐτές, γιατὶ ἡ Ἱστορία ἑνὸς λαοῦ συνιστᾷ καὶ τὴν ἀλήθειά του, τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἕνας λαὸς περιφρονῇ, ἀπαρνῆται τὴν Ἱστορία του, δηλαδὴ τὴν ψυχή του, τότε ἀπομένει ἕρμαιο τῶν διαλυτικῶν ἀνέμων.
Ἡ γλῶσσα ἐπίσης εἶναι πολύτιμο ἐγέγγυο γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἐθνικοῦ μας ἀγώνα. ” Ἂν θέλῃς νὰ ἁλώσῃς ἕνα λαό ” εἶχε πεῖ κάποτε ὁ Λένιν, “κατάστρεψε τὴ γλῶσσά του.” Δὲν μπορεῖς νὰ ξεριζώσῃς ἀπὸ τὰ σπλάγχνα, ἀπὸ τὴ μνήμη, ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς λαοῦ τὴ γλῶσσά του μὲ τὶς λέξεις της, χωρὶς νὰ ἀπειλήσῃς ἄμεσα τὴν ἐθνική του συνείδηση.
Ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια διακριτικὰ σημεῖα τῆς ταυτότητας ἑνὸς λαοῦ. Ἡ γλῶσσα ἐκφράζει τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια κάθε ἔθνους, ἐνσαρκώνει τὶς ἀξίες του, καὶ προσδιο-ρίζει τοὺς πόθους καὶ τὰ ἰδανικά του. “Διὰ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης -τονίζει ὁ διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Θησαυροῦ Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς, κ. Μενέλαος Χριστοδούλου- ἡ ὁποία ὁμιλεῖται συνεχῶς στὴν Κύπρο ἐδῶ καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, κατετάγη ὁ Κύπριος στὴν ἑλληνικὴ οἰκογένεια. Ἂν μιλοῦσε ἄλλη γλῶσσα, ἴσως νὰ κατέτασσεν ἑαυτὸν κάπου ἀλλοῦ.” Ἡ γλῶσσα εἶναι ὁ ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ἱστορικῆς συνείδησης καὶ τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ κυπριακοῦ ἑλληνισμοῦ, ὁ ὁποῖος ζῇ στὴν Κύπρο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν πρώτων Ἀρκάδων ἀποίκων μέχρι σήμερα, ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικότητάς του, μαζὶ δὲ καὶ συνεκτικὸ στοιχεῖο μὲ τὸν ὑπόλοιπο ἑλληνισμό.
Ἡ γλῶσσα καὶ ἡ θρησκεία μας εἶναι οἱ δύο πνεύμονες τοῦ ἔθνους μας, χωρὶς τοὺς ὁποίους εἶναι ἀδύνατο νὰ διατηρήσουμε τὴ φυσιογνωμία καὶ τὴν ταυτότητά μας στὸν σημερινὸ κόσμο.
Τὴν ἴδια ἐθνικὴ σημασία ἔχει καὶ ἡ Ἀρχαιολογία. Ὅπως λέχθηκε ἀπὸ Ἄγγλο καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Γλασκώβης, ὄχι μόνο διὰ τῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς Ἀρχαιολογίας προσπάθησαν οἱ ξένοι κατακτητὲς νὰ πολεμήσουν τοὺς ἐθνικοὺς πόθους τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου. Οἱ προγονικοὶ ὅμως θησαυροί, ποὺ συντηροῦνται στὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, καὶ τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα, ποὺ ἀναπαλαιώνονται, εἶναι σπουδαιότατες ἀποδείξεις, πειστήρια τῆς ἑλληνορθόδοξης πολιτι-στικῆς ταυτότητας τῆς Κύπρου καὶ μαρτυρία ζωντανὴ τῆς πολιτιστικῆς ἑνότητας, ποὺ ὑπάρχει στὸν εὐρύτερο ἑλληνικὸ χῶρο, τοῦ ὁποίου ἀναπόσπαστο μέρος εἶναι καὶ ἡ Κύπρος.
Δὲν πρέπει, ἐπίσης, νὰ παραλείψω νὰ τονίσω καὶ τὴ μεγάλη παιδευτικὴ ἀξία, ποὺ ἔχει ἕνα σύγχρονο μουσεῖο, ὅπως εἶναι τὸ Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ὡς “κύριας κατοικίας” τῆς Ἱστορίας. Ὅπως ἐξηγεῖ μιὰ εἰδικὴ ἔκδοση τῆς Οὐνέσκο, “δὲν θεωροῦνται πιὰ τὰ μουσεῖα ἁπλῶς χῶροι ἀποθήκευσης ἢ μέσα διατήρησης τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς μιᾶς χώρας, ἀλλὰ δυναμικὰ παιδευτικὰ ἐργαλεῖα.” Τὸ εὐπρόσωπο καὶ ζωντανὸ μουσεῖο, ποὺ δὲν προκαλεῖ πιὰ σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους συνειρμοὺς γιὰ “ἀράχνες καὶ μοῦχλα”, γίνεται παιδαγωγός, καὶ ἀναπλάθει ἐμπειρίες διαχρονικὲς καὶ πολύτιμες. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου μὲ τὰ ἐκθέματά του δίνει τὴ δυνατότητα στὸν κυπριακὸ ἑλληνισμό, καὶ κυρίως στοὺς νέους μας, νὰ ἔλθουν σὲ ἐπαφὴ οὐσιαστικὴ μὲ τοὺς προγονικοὺς θησαυρούς μας, γιὰ νὰ μελετήσουν τὴν παράδοση, ὅπως αὐτὴ μορφοποιεῖται καὶ κρυσταλλώνεται στὰ στοιχεῖα αὐτὰ τῆς ἐθνικῆς κληρονομιᾶς μας, καὶ νὰ συνειδητοποιήσουν καὶ νὰ βιώσουν τὴ συνέχεια τοῦ ἔθνους, τὴ διαχρονική του ἑνότητα. Σήμερα δέ, ποὺ οἱ ἰσοπεδωτικοὶ σύγχρονοι τρόποι ζωῆς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τοὺς ἀποξενώνουν ἀπὸ τὶς ῥίζες μας, τὸ Μουσεῖο αὐτὸ μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήσῃ νὰ ἀναζητήσουν τὴν αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς, νὰ μελετήσουν μὲ σοβαρότητα τὸ πρόβλημα τῶν πνευματικῶν μας ῥιζῶν, σὲ μιὰ προσπάθεια ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς πορείας τους μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ συνεχῶς καὶ περισσότερο τοὺς ἀλλοτριώνει καὶ τοὺς ἀπειλεῖ.
Τὸ ἔργο, λοιπόν, ποὺ ἐπιτελεῖται στὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, εἶναι μιὰ πράξη ἐθνική, ἀντάξια τῆς κρισιμότητας τῶν καιρῶν, ποὺ ζοῦμε, εἶναι μιὰ πράξη, ποὺ τιμᾷ τὴν Κύπρο, καὶ ἀληθινὰ προάγει τὸν πολιτισμό της, γιατὶ συμβάλλει στὴ διάσωση τῆς ἀνεκτίμητης πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς, καί, ὅπως ξέρουμε, ἡ πολιτιστικὴ κληρονομιὰ βοηθεῖ ἕνα λαὸ νὰ κερδήσῃ τὴν αὐτογνωσία του, καὶ νὰ συνθέσῃ τὴν πνευματική του ταυτότητα. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε δὲ ὅτι ὁ κίνδυνος, ποὺ ὑπάρχει σήμερα, λόγῳ τῆς παγκοσμιοποίησης, γιὰ τὴν πολιτιστικὴ ἰσοπέδωση, τὴν ἐξαφάνιση τῶν ἐθνικῶν ἰδιαιτεροτήτων καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, κυρίως ὀλιγάριθμων λαῶν, μπορεῖ νὰ ἀποβῇ καθοριστικὸς γιὰ τὴν παραπέρα ἐπιβίωση τοῦ κυπριακοῦ ἑλληνισμοῦ, γιατὶ ἡ ἐπιβίωση ἑνὸς λαοῦ δὲν ἐξασφαλίζεται μόνο μὲ τὴ συγκρότηση ἀνεξάρτητου, ἐλεύθερου καὶ ἐδαφικὰ ἀκέραιου κράτους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ βίωση καὶ συνειδητοποίηση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸ ἀποτελοῦν, τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητας.
Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι τὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου μὲ ὅλα τὰ Κέντρα, ποὺ μνημονεύθηκαν, μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κύκκου, μὲ ἀναπεπταμένες ὅλες τὶς κεραῖές της, προσπαθεῖ νὰ συλλάβῃ τὰ μηνύματα τῶν καιρῶν, καὶ νὰ ἀνοίξῃ νέους δρόμους, καινούργιους ὁρίζοντες, μὲ εὐρύτητα στὴ σύλληψη τῆς ὀρθόδοξης σκέψης στὶς σύγχρονες διαστάσεις της. Γιατί, ὅπως δὲν θὰ παύσουμε νὰ τονίζουμε, ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μόνο δόγμα καὶ πνευματική, μεταφυσικὴ ἐμπειρία καὶ ἀλήθεια, δὲν συνιστᾷ μόνο μεταφυσικὴ θεώρηση, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ γήινη πραγματικότητα. Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν βρίσκεται μόνο ἡ ὀρθὴ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ Ὀρθοδοξία ἀτενίζει τὰ αἰώνια, χωρὶς νὰ χάνῃ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὰ γήινα. Ἡ ὀρθόδοξη ζωή, ὅταν δὲν παρεξηγῆται ἀπὸ στενόκαρδους ἐκπροσώπους, ποὺ ἔχουν στὰ μάτια τους τὶς παρωπίδες τῆς μονομέρειας καὶ “ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν”, δὲν ἔχει μόνο μία κατακόρυφη κατεύθυνση πρὸς τὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ μία ὁριζόντια κίνηση πρὸς τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς διαφόρους τομεῖς τοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ φύση της ἐνδιαφέρεται, καὶ πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται, γιὰ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας, μάλιστα δὲ γιὰ τοὺς τομεῖς ἐκείνους, ποὺ συμβάλλουν στὴν ἀνάπτυξη τῆς καθόλου πολιτιστικῆς προόδου τοῦ λαοῦ μας, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία μας, πρέπει νὰ τονιστῇ, δὲν διάκειται ἐχθρικὰ ἔναντι τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ κριτικά. Ἂν ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται πρὸς ὡρισμένες ἐκφάνσεις τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ἀντίθεση αὐτὴ ἀφορᾷ, ὄχι στὸν πολιτισμὸ αὐτὸν καθ’ ἑαυτόν, ἀλλὰ στὸ κακό, τὸ ὁποῖο ὑπεισέρχεται στὸν πολιτισμό, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ ὁ κόσμος καθόλου, διατελεῖ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Ἐκκλησία καταφάσκει τὸν ὑγιῆ πολιτισμό, τὸν πολιτισμό, δηλαδή, ποὺ προϋποθέτει τὴν ἁρμονικὴ βίωση καὶ πραγμάτωση ὅλων τῶν ἀξιῶν στοὺς διαφόρους πολιτιστικοὺς τομεῖς. Ὁ ὑγιὴς καὶ ὁ ὡλοκληρωμένος πολιτισμὸς εἶναι αὐτός, ποὺ διαμορφώνεται σύμφωνα πρὸς τὴν ὀρθόδοξη ἱεραρχικὴ διαβάθμιση καὶ κλίμακα τῶν ἀξιῶν, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὴ θαυμάσια ἔκφραση τοῦ ὑμνῳδοῦ, ἐπιδιώκει “τὸ χεῖρον καθυποτάξαι τῷ κρείττονι καὶ τὴν σάρκα δουλῶσαι τῷ πνεύματι”. Οὔτε πρὸς τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἐπιστήμη ἀντιτίθεται ἡ Ἐκκλησία, ἀντιθέτως, μὲ τὴν ἐκλέπτυνση τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως καὶ μὲ τὴν ἀγάπη της πρὸς τὴν ἀλήθεια προήγαγε τὶς ἐπιστῆμες, ποὺ ἔχουν ὡς σκοπὸ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἀναρίθμητοι δὲ μοναχοὶ καὶ κληρικοὶ ὑπῆρξαν κορυφαῖοι θεράποντες καὶ ῥηξικέλευθοι σκαπανεῖς τῶν διαφόρων ἐπιστημῶν. Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης εἶναι ὅτι οἱ ὀρθόδοξες μονές, τὰ ὀρθόδοξα κέντρα ἀσκήσεως, ὑπῆρξαν φυτώρια τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων καὶ μελετητήρια τῆς προγονικῆς σοφίας, τῆς θύραθεν γνώσεως καὶ τῶν ἱερῶν παραδόσεων. Τὸ παράδειγμα τῆς Μονῆς τῶν Στουδίων στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἦταν μία κυψέλη ἡμετέρας καὶ θύραθεν παιδείας, πρέπει νὰ βρίσκῃ καὶ σήμερα μιμητές.
Σήμερα τὸ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, μὲ τὸ ἐρευνητικὸ ἐπιστημονικὸ καὶ πολιτιστικό του ἔργο, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη συνείδηση οὐδέποτε ὑπῆρξε παθητικὴ καὶ στατική, ἀλλὰ ἐνεργὸς καὶ δυναμική, καὶ ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὰ ἐπέκεινα, ἡ ἐσχατολογικὴ δηλαδὴ κατεύθυνση, ποὺ δίνει στὴ ζωὴ καὶ στὶς ἐπιδιώξεις τοῦ ἀνθρώπου, δὲν σημαίνει ἀδιαφορία γιὰ τὶς συνθῆκες τῆς ζωῆς ἐδῶ καὶ τώρα. Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση θέλει τὴν Ἐκκλησία μας νὰ εἶναι ζωντανὸς ὀργανισμός, νὰ αἰσθάνεται τὸν παλμὸ τῆς ἐποχῆς καὶ τὸν ῥυθμὸ τῆς ζωῆς, θέλει τὴν Ἐκκλησία μας μὲ ἕνα συνδυασμὸ ἁρμονικὸ πνευματικότητας καὶ κοινωνικότητας, μὲ τὸ πῦρ τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀγάπης τὴν πνοή, νὰ διδάσκῃ, νὰ φωτίζῃ, νὰ προσδίδῃ βάθος, νὰ πνευματοποιῇ τὴ ζωή, καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κύκκου μὲ τὸ Πολιτιστικό της Ἵδρυμα αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ κάνῃ.